- ἐξειργασμένον
- ἐξεργάζομαιwork outperf part mp masc acc sgἐξεργάζομαιwork outperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοὐξειργασμένον — ἐξειργασμένον , ἐξεργάζομαι work out perf part mp masc acc sg ἐξειργασμένον , ἐξεργάζομαι work out perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείο(ν) — το (Α κεραμεῑον, ιων. τ. κεραμήϊον) [κεραμεύς] το εργαστήριο τού κεραμέα («ἐξειργασμένον τοῡτο τὸ πεδίον καὶ κεράμεια ἐνῳκοδομημένα», Αισχίν.) αρχ. (ο ιων. τ.) κεραμήϊον το κεράμιον* … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek